εὐκόρυφοι

εὐκόρυφοι
εὐκόρυφος
with handsome head
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ευκόρυφος — εὐκόρυφος, ον (Α) 1. αυτός που έχει ωραίο κεφάλι 2. (για ύφος λόγου) περίοδος που τελειώνει ωραία και γλαφυρά («εὐκόρυφοι καὶ εὔγραμμοι περίοδοι», Διον. Αλ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”